- ῥουσιόσταχυς
- ῥουσιόστᾰχυς,A = ῥοῦς 11, Ps.-Dsc.4.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρουσιόσταχυς — ὁ, Α ο καρπός τού δένδρου ῥοῡς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῦς (ΙΙ) + στάχυς] … Dictionary of Greek